Μάλια
Η μινωική Κρήτη ήταν η πρώτη περιοχή στον Αιγαιακό και το σημερινό ευρωπαϊκό χώρο που ανέπτυξε και χρησιμοποίησε ένα σύστημα γραφής, γεγονός που αποτελεί ισχυρή απόδειξη της ύπαρξης υψηλού πολιτισμού. Τα πρωιμότερα «Κρητικά Iερογλυφικά» σημεία εμφανίζονται γύρω στο τέλος της 3ης χιλιετίας και προέρχονται από το νεκροταφείο στο Φουρνί των Αρχανών. Στη συνέχεια, γύρω στις αρχές της 2ης χιλιετίας, η γραφή αναπτύσσεται και συστηματοποιείται ώστε να εξυπηρετεί το πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα των παλαιων μινωικών ανακτόρων.
Στην αρχή της Νεοανακτορικής περιόδου εμφανίζεται και ένα δεύτερο σύστημα συλλαβικής γραφής, η Γραμμική Α, που χρησιμοποιείται παράλληλα με την «Kρητική Iερογλυφική» γραφή. Και οι δυο γραφές επινοήθηκαν από τους Μινωίτες για να αποδώσουν τη γλώσσα τους, που παραμένει άγνωστη, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί οι γραφές. Κείμενα της «κρητικής ιερογλυφικής» και της Γραμμικής Α γραφής βρέθηκαν στα ίδια αρχεία, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι δυο γραφές συνυπήρξαν κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο, στη Νεοανακτορική περίοδο όμως επικρατεί η Γραμμική Α. Τα περισσότερα κείμενα της Γραμμικής Α, κυρίως σε πήλινες πινακίδες από την Κεντρική και Ανατολική Κρήτη, χρονολογούνται στην ΥΜ ΙΒ περίοδο.
Με την εγκατάσταση της Μυκηναϊκής δυναστείας στην Κνωσό μετά την καταστροφή των νέων ανακτόρων ξεκινά στην Κρήτη η χρήση της Γραμμικής Β γραφής, που αποτελεί μετεξέλιξη της Γραμμικής Α γραφής και αποδίδει την ελληνική γλώσσα, που μιλούσαν οι Μυκηναίοι. Η Γραμμική Β γραφή αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις. Το μεγαλύτερο μέρος των σωζόμενων επιγραφών ιερογλυφικής γραφής, Γραμμικής Α και Γραμμικής Β γραφής αποτελούν έγγραφα οικονομικού περιεχομένου.
1) Οι Γραφές της Μινωικής και Μυκηναϊκής Κρήτης
Εντός του Νομού Ηρακλείου βρίσκονται τα τρία πιο σημαντικά ανάκτορα της μινωικής Κρήτης, της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων. Από το ανάκτορο της Κνωσού, το μεγαλύτερο σε έκταση και σπουδαιότητα, έχουν έλθει στο φως επιγραφές σε Γραμμική Β Γραφή, «Κρητικά Ιερογλυφικά» και Γραμμική Α Γραφή. Από τη Φαιστό αντίστοιχα, το ανάκτορο του Ραδάμανθυ, προέρχονται επιγραφές με «Κρητικά Ιερογλυφικά» και Γραμμική Α Γραφή όπως και ο γνωστός ∆ίσκος της Φαιστού. Τέλος από τα Μάλια, το παλάτι του Σαρπηδόνα, και το τρίτο σε μέγεθος στην Κρήτη, προέρχονται ζωγραφιστές επιγραφές σε Γραμμική Β Γραφή (πάνω σε ψευδόστομους αμφορείς), μινωικές επιγραφές σε Γραμμική Α Γραφή, σε «Κρητικά Ιερογλυφικά», καθώς και η επιγραφή πάνω στη λίθινη «τράπεζα προσφορών».
2) Μυκηναϊκή Γραμμική Β Γραφή (1400-1200 π.Χ.)
Από τη μυκηναϊκή ελληνική περίοδο, και τη Συνοικία N, έχουν έλθει στο φως από τις ανασκαφικές έρευνες τρεις ψευδόστομοι αμφορείς με ζωγραφιστή επιγραφή σε Γραμμική Β Γραφή που πιθανά αναφέρεται σε ονόματα ανθρώπων ή τοπωνύμια. Σε ένα από αυτούς διαβάζουμε «ma-le-wa», που ενδέχεται να σχετίζεται με την προέλευση του τοπωνυμίου Μίλατος (λίγα μόνο χιλιόμετρα δυτικά των Μαλίων), ή με τη Μίλητο της Μικράς Ασίας ή ακόμη και με την ίδια ονομασία των Μαλίων την εποχή του Χαλκού. Στο δεύτερο ενεπίγραφο ψευδόστομο αμφορέα διαβάζουμε «ko- no» που μπορεί να δηλώνει την περιοχή προέλευσης του περιεχομένου του, την Κνωσό.
3) Μινωική Γραμμική Α Γραφή (1625-1450 π.Χ.)
Υπάρχουν δέκα επιγραφές Γραμμικής Α Γραφής, έξι σε πήλινες πινακίδες, δύο σε πήλινες στρογγυλές «ετικέτες», μία σε κεραμικό αγγείο και τέλος μια σε λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος που βρέθηκε στη βορειοδυτική είσοδο του ανακτόρου. Οι επιγραφές χρονολογούνται από τη Μεσο - Μινωική ΙΙΙ περίοδο μέχρι την Ύστερο - Μινωική Ι c.1600 π.Χ., δηλαδή την περίοδο των δεύτερων ανακτόρων. Τα κείμενα των πινακίδων αποτελούνται από συλλαβογράμματα και ιδεογράμματα για προϊόντα που έχουν καταγραφεί με ή χωρίς αριθμούς ποσοτήτων. Σε δύο από αυτές καταγράφονται εκατοντάδες ποσότητες από δέρματα ζώων. Η επιγραφή χαραγμένη πάνω στο αρχιτεκτονικό μέλος πρόκειται για μια σπάνια μνημειακή περίπτωση που μπορεί να συγκριθεί με αντίστοιχες από την Κνωσό. Η Γραμμική Α Γραφή από τη μινωική περίοδο των Μαλίων αφορούσε κείμενα διοικητικού, εμπορικού, θρησκευτικού ή και ιδιωτικού χαρακτήρα.
4) Μινωικά «Κρητικά Ιερογλυφικά» (2000-1625 π.Χ.)
Από τα Μάλια προέρχονται εκατόν έξι επιγραφές σε «Κρητικά Ιερογλυφικά», πενήντα δύο από αυτές σε ράβδους, «κώνους», πινακίδες, «ετικέτες», δεκατέσσερις σε σφραγίσματα, είκοσι πέντε σε σφραγίδες και δεκαπέντε σε άλλα αντικείμενα όπως τα αγγεία από το Χαμαίζι, πιθάρια και άλλα αγγεία. Υπάρχουν επίσης δεκαπέντε σημεία της γραφής αυτής χαραγμένα πάνω σε μία λίθινη τράπεζα προσφορών. Οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται από τη Μεσο - Μινωική ΙΙ περίοδο έως την τη Μεσο - Μινωική ΙΙΙ c. 17ο αι. π.Χ., την Πρώτη δηλαδή Ανακτορική Περίοδο. Τα διοικητικά κείμενα αποτελούνται από συλλαβογράμματα και ιδεογράμματα με ή χωρίς αριθμητικές ποσότητες. Και στην περίπτωση των «Κρητικών Ιερογλυφικών» η γραφή αυτή χρησιμοποιούνταν για διοικητικού, εμπορικού, θρησκευτικού ή και ιδιωτικού χαρακτήρα κείμενα.
5) Λίθινη Τράπεζα Προσφορών (1625 π.Χ.)
Το 1937 ο Chapouthier ανακάλυψε την εντυπωσιακή λίθινη τράπεζα προσφορών (κέρνος) με δεκαπέντε εγχάρακτα σημεία σε «Κρητική Ιερογλυφική» γραφή. Η συγκεκριμένη επιγραφή έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει επιγραφικά με το δίσκο της Φαιστού καθώς και με άλλες επιγραφές σε «Κρητικά Ιερογλυφικά», όπως με το διπλό εγχάρακτο πέλεκυ του Αρκαλοχωρίου. Το αντικείμενο διέθετε μία ειδική υποδοχή στο κέντρο όπου οι πιστοί τοποθετούσαν τα αφιερώματα. Η επιγραφή μάλλον «διαβάζεται» από κάτω προς τα πάνω και πρέπει να σχετίζεται με κείμενο θρησκευτικού χαρακτήρα. Χρονολογείται στην Πρώτη Ανακτορική περίοδο.