Μινωική γλώσσα (c. 2000-1400 π.Χ.)
Οι ανασκαφές στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς και η έρευνα που επακολούθησε, έφεραν στο φως περίπου 2000 μινωικές επιγραφές. Η μελέτη των επιγραφών που επακολούθησε, που συνίσταται στη μεταφορά των φωνητικών αξιών από τη μυκηναϊκή Γραμμική Β Γραφή στη μινωική Γραμμική Α Γραφή, κατέστησε δυνατή την «ανάγνωση» της μινωικής γλώσσας, ενώ η μετέπειτα γλωσσολογική μελέτη έχει αποδείξει ότι είναι πια εφικτό να κατανοούμε τη μινωική γλώσσα.
Πράγματι, μια συστηματική προσέγγιση οδήγησε στην ταυτοποίηση της μινωικής γλώσσας ως ένα ξεχωριστό κλάδο της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας, με κοινά σημεία με τα Σανσκριτικά, Αρμενικά και τα Ελληνικά. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη γένους, ουσιαστικού, ρηματικών καταλήξεων, και διαφόρων ειδών λεξιλογίου, που όλα συνηγορούν στην ύπαρξη μιας γλώσσας, ινδοευρωπαϊκής φύσης. Μετά από αυτά θεωρείται πια εφικτή η συγγραφή της ιστορίας της μινωικής Κρήτης (c.2000-1400 π.Χ.).